- ἀμφοτεροδέξιος
- ἀμφοτερο-δέξιος, ον,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμφοτεροδέξιος — ἀμφοτεροδέξιος, ον (ΑΜ) ο αμφιδέξιος, αυτός που χρησιμοποιεί εξίσου καλά και τα δύο του χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφότεροι + δέξιος < δεξιός] … Dictionary of Greek
ἀμφοτεροδέξιος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφοτεροδέξιον — ἀμφοτεροδέξιος masc/fem acc sg ἀμφοτεροδέξιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφοτεροδεξίοις — ἀμφοτεροδέξιος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφοτεροδεξίου — ἀμφοτεροδέξιος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφοτεροδεξίους — ἀμφοτεροδέξιος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφοτεροδέξιοι — ἀμφοτεροδέξιος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφότεροι — ες, α (ΑΜ ἀμφότεροι, αι, α και σπάνια στον ενικό –ος, α, ον) και οι δύο, και ο ένας και ο άλλος (κατά τους ελληνιστικούς χρόνους έλαβε τη σημασία «όλοι μαζί» αρχ. (στον εν.) 1. καθένας, έκαστος 2. αυτός που μετέχει και στους δύο 3. (το ουδ. στον… … Dictionary of Greek
АОД — [евр. , сильный, крепкий], второй «великий» судья Израиля, сын Геры из колена Вениаминова (Суд 3. 12 4. 1), избавивший израильтян от угнетавшего их в течение 18 лет моавитского царя Еглона. Будучи послан с дарами к Еглону, убил его во время… … Православная энциклопедия