ἀμφοτεροδέξιος

ἀμφοτεροδέξιος
ἀμφοτερο-δέξιος, ον,
A = ἀμφιδέξιος, LXX Jd.3.15,Aristaenet.1.8, Gal.18(1).147.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αμφοτεροδέξιος — ἀμφοτεροδέξιος, ον (ΑΜ) ο αμφιδέξιος, αυτός που χρησιμοποιεί εξίσου καλά και τα δύο του χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφότεροι + δέξιος < δεξιός] …   Dictionary of Greek

  • ἀμφοτεροδέξιος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφοτεροδέξιον — ἀμφοτεροδέξιος masc/fem acc sg ἀμφοτεροδέξιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφοτεροδεξίοις — ἀμφοτεροδέξιος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφοτεροδεξίου — ἀμφοτεροδέξιος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφοτεροδεξίους — ἀμφοτεροδέξιος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφοτεροδέξιοι — ἀμφοτεροδέξιος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφότεροι — ες, α (ΑΜ ἀμφότεροι, αι, α και σπάνια στον ενικό –ος, α, ον) και οι δύο, και ο ένας και ο άλλος (κατά τους ελληνιστικούς χρόνους έλαβε τη σημασία «όλοι μαζί» αρχ. (στον εν.) 1. καθένας, έκαστος 2. αυτός που μετέχει και στους δύο 3. (το ουδ. στον… …   Dictionary of Greek

  • АОД — [евр. , сильный, крепкий], второй «великий» судья Израиля, сын Геры из колена Вениаминова (Суд 3. 12 4. 1), избавивший израильтян от угнетавшего их в течение 18 лет моавитского царя Еглона. Будучи послан с дарами к Еглону, убил его во время… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”